- κατακολλυβίζω
- κατα-κολλυβίζω, in kleines Geld umsetzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατακολλυβίζω — (Α) μετατρέπω νομίσματα σε άλλα ίσης συνολικής αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολλυβίζω (< κόλλυβος «μικρό νόμισμα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
κατακολλυβίζειν — κατακολλυβίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)